- καρφηρός
- καρφηρός, -ά, -όν (Α)αυτός που έχει κατασκευαστεί από άχυρα («εὐναῑαι καρφυραί» — οι φωλιές, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος, τὸ + κατάλ. -ηρός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek